- θρησκειολογικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στη θρησκειολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θρησκειολογικός — ή, ό [θρησκειολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην θρησκειολογία … Dictionary of Greek